- ἐναντιοτροπία
- ἐναντῐο-τροπία, ἡ,A contrariety of character,
τῶν ἐθνῶν Aristid.Quint. 2.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν ἐθνῶν Aristid.Quint. 2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναντιοτροπίᾳ — ἐναντιοτροπίᾱͅ , ἐναντιοτροπία contrariety of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… … Dictionary of Greek